-
1 ἐμπεριλαμβάνω
A encompass, enclose, Hp.Ep.23, Thphr.CP5.3.4;ὕδωρ ἐρύμασι Plu.Ant.63
;τῇ αὑτοῦ οἰκίᾳ ψιλοὺς τόπους Sammelb.5233.7
(i A.D.);ὄρος J.BJ3.7.7
; comprehend, ἑνὶ ὀνόματι [ἄμφω] Arist.PA 644a12;ψήφισμα πάσας ἐ. τὰς ἀρετάς τινος Inscr.Prien.105.27
(i B.C.):—[voice] Pass., Arist.Mete. 388b21; ἐμπεριείληπται ὁ διαβάλλων is involved in the charge, Id.Rh. 1416a20;τύποις -ειλημμένα Epicur.Ep.1p.22U.
; ὑπὸ τοῦ κόσμου ib.2p.38U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπεριλαμβάνω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский